Με τον καθορισμό των πρώτων ελληνικών συνόρων μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας το 1832, δυστυχώς η Καΐτσα καταδικάστηκε να παραμείνει στο οθωμανικό έδαφος, αφού η οροθετική γραμμή χαράχθηκε ελάχιστα χιλιόμετρα προς νότο και πάνω από τα γειτονικά χωριά Περιβόλι (Δερελί) και Ασβέστης. Εύκολα συνεπώς οι κάτοικοι μετακινούνταν από την Καΐτσα προς την ελεύθερη Ελλάδα αλλά και προς τα Άγραφα. Ήταν δηλαδή η Καΐτσα, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως και των κάπως εύφορων εδαφών της μια τοποθεσία κλειδί και ένα πέρασμα προς διάφορες κατευθύνσεις. Γι' αυτό και πολλοί κλέφτες και λησταντάρτες έβρισκαν καταφύγιο στις δασωμένες βουνοπλαγιές της Καΐτσας και τη θεωρούσαν σπουδαίο κλεφτοχώρι.
  Όσοι παρέμειναν στο χωριό μετά το 1832 υπέφεραν από πολλούς και ποικίλους εχθρούς, όπως και όλη η ημιορεινή και ορεινή Θεσσαλία μέχρι το 1881, που προσαρτήθηκε στο Ελληνικό Βασίλειο. Διάφοροι ληστές και κλέφτες λυμαίνονταν τον τόπο και οι Τουρκαλβανοί, οροφύλακες και περαστικοί, καταπίεζαν με κάθε τρόπο τους δυστυχείς κατοίκους. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1854 που έγινε μια σπουδαία Θεσσαλική επανάσταση με την ευκαιρία του Κριμαϊκού πολέμου, πολλά πλήθη ληστών διέσχιζαν τη Θεσσαλία. Στην περιοχή της Καΐτσας είχαν τα λημέρια τους ο Κελεπούρης, ο Παπάς, ο Αμάλλιαγος και άλλοι. Από εκεί περνούσαν κατά διάφορα διαστήματα και άλλοι πολλοί: Καταραχιάς,Βελούλας,Τετριμίδας, Παρούσης, Γεωργαλής.
  Από τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Καϊτσιώτες να κατηγορηθούν ως ληστοτρόφοι, να κινδυνεύουν από κλέφτες, Τουρκαλβανούς και άλλους, αναγκάζονταν να μεταφέρουν, όπως προανεφέρθη, τις οικογένειες τους στην ελεύθερη Φθιώτιδα.
  Κατά την καταστολή της αντιοθωνικής επαναστάσεως του 1848, η Καίτσα που βρισκόταν στο «Οθωμανικό» και κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, έγινε καταφύγιο των επαναστατών οπλαρχηγών Κοντογιάννη και Βελέντζα με τους άνδρες τους. Οι επαναστάτες Μπαλατσός και Παπακώστας κατέφυγαν στη Ρεντίνα, ενώ οι Καταραχιάς και Θεοχάρης συνελήφθησαν στη Λαμία.
  Στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών και στον τύπο της εποχής, πολλές φορές αναφέρεται η Καΐτσα, σχετιζόμενη πάντα με τους κλέφτες και τους Τουρκαλβανούς οροφύλακες. Οι 4-5 παρέες κλεφτών,  γύρω στα 40 άτομα ανανεώνονταν για όλη την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1880 και ακόμη μέχρι την εποχή του Βενιζέλου και κυκλοφορούσαν στην περιοχή από Ρεντίνα μέχρι τον Θεσσαλικό κάμπο.



Απόσπασμα από τη μελέτη του κ. Δημητρίου Γ. Κουτρούμπα (Διδάκτορα Ιστορίας, Γεν. Επιθεωρητή Μ.Ε.).
Το 1992 στον 5ο τόμο της εκδόσεως «ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ».